- θηλύτητος
- θηλύτηςwomanhoodfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόχρως — ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους 2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χρως] … Dictionary of Greek